τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass
-έςιατρ. αυτός που πάσχει από ημιμελία, που έχει ένα μέλος ατελές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μελής (< μέλος) πρβλ. αρτι-μελής, πολυ-μελής].