ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
σκιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσκι-ος + κατάλ. –άζω (πρβλ. ερημάζω < έρημος)].