ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
θαλαμαῖος, -αία, -ον (Α)ο κλεισμένος στον θάλαμο («θαλαμαία γυνή», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -αιος (πρβλ. αγωγ-αίος, οδ-αίος).