θαλλινώδης
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
θαλλινώδης, -ῶδες (Α)
(για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. -ώδης, πρβλ. ευ-ώδης, τρομ-ώδης].