ημιτενοντώδης

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

-ες
φρ. «ημιτενοντώδης μυς» — ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς του μηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semitendinosus (muscle) < hemi- (πρβλ. ημι-) + tendinosus «τενοντώδης». Η λ. στον πληθυντκό ημιτενοντώδεις μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου].