Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
ἡδίων, -ον (Α)συγκριτ. του ηδύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, εχθ-ίων)].