θεμιστείος

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272

Greek Monolingual

θεμιστεῖος, -ία, -ον (Α)
1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» — το σκήπτρο της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία
μαντεία, προφητεία, χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ-ος) + κατάλ. -είος, πρβλ. οικ-είος, ρυμ-είος].