θεατρίνος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

ο, θηλ. θεατρίνα
1. ηθοποιός, καλλιτέχνης του θεάτρου
2. μτφ. αυτός που εμφανίζεται διαφορετικός από ο,τι είναι στην πραγματικότητα, ανειλικρινής, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. teatrino < teatr- (πρβλ. θέατρο) + -ino (< λατ. -inus, κατάλ. που μεταφέρεται στην ελλ. ώς -ίνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Ν. Κονεμένο. Αρχικά δήλωνε τον ηθοποιό, σύντομα όμως απέκτησε μεταφορικά και τη σημασία «υποκριτής» και έγινε κακόσημη).