ιατρολογώ
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
ἰατρολογῶ, -έω (Α)
πραγματεύομαι περί ιατρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + -λογώ (< -λογος < λόγος), πρβλ. ετυμο-λογώ, μονο-λογώ].