ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
ἱπποχάρμης, δωρ. τ. ἱπποχάρμας, ὁ (Α)ιππιοχάρμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. σιδηρο-χάρμης, χαλκο-χάρμης].