ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
ἰσοπραξία, ἡ (Μ)ίση, όμοια θέση ή κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιο-πραξία, ευ-πραξία].