δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α)αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης, παντο-πώλης.