ινοσάρκωμα

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

το
σπάνιος κακοήθης όγκος του ινώδους ιστού που εμφανίζεται σε νεαρά ενήλικα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrosarcome < fibro- < fibre «ίνα» + sarcoma (πρβλ. σάρκωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ιούλιο Γαλβάνη].