ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
ἰθυπόρος, -ον (Α)αυτός που πηγαίνει ίσια μπροστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -πορος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο-πόρος, πρωτο-πόρος.