διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
ἰχθυακός, -ή, -όν (Α)
1. ιχθυϊκός
2. φρ. «ἰχθυακή πύλη» — πύλη στην οποία πωλούσαν ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + κατάλ. -ακος (πρβλ. ηλι-ακός, κοιλι-ακός)].