ιστιοπετής

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἱστιοπετής, -ές (Α)
(για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο-πετής, ουρανο-πετής].