ισομερής
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἰσομερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη
νεοελλ.
(χημ) χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το φαινόμενο της ισομέρειας
μσν.
ίσος («ἰσομερὲς κέρδος», Ιουστιν.)
αρχ.
αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο.
επίρρ...
ισομερώς (Α ἰσομερῶς)
με ισομερή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσομερής < ἰσ(ο)- + -μερής < μέρος, ενώ ο επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomerous < iso- (πρβλ. ισο)- + -merous (πρβλ. μέρος)].