ἰσομερής
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ἰσομερές, equally divided, δόσεις BGU1122.12 (i B.C.); of equal length, ib.393.12 (ii A.D.): generally, equal, κέρδος Just.Nov.97.1.
German (Pape)
[Seite 1265] ές, von gleichen Teilen, gleichen Teil erhaltend, Ath. IV, 143 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομερής: -ές, = ἰσόμοιρος, Ἀθήν. 143Ε. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 39Β.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἰσομερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη
νεοελλ.
(χημ) χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το φαινόμενο της ισομέρειας
μσν.
ίσος («ἰσομερὲς κέρδος», Ιουστιν.)
αρχ.
αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο.
επίρρ...
ισομερώς (Α ἰσομερῶς)
με ισομερή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσομερής < ἰσ(ο)- + -μερής < μέρος, ενώ ο επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomerous < iso- (πρβλ. ισο)- + -merous (πρβλ. μέρος)].