γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 1413] αγος, ὁ, = κεκράκτης, Drac. p. 51, 12; vgl. Lob. Paralip. 96.
κέκραξ: ὁ, = κεκράκτης, παρὰ Δράκων. 51. 12.
κέκραξ, -αγος, ὁ (Α)
άλλος τ. του κεκράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κέκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγ-α)].