γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἰόδετος, -ον (Α)δεμένος ή πλεγμένος με ία («ἰοδέτων στεφάνων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. σκυρό-δετος, χρυσό-δετος].