κάστανος
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
English (LSJ)
v. κάστανα.
Greek (Liddell-Scott)
κάστᾰνος: ἡ, «καστανέα», «καστανιά», τὸ δένδρον, Ἡσύχ. ἐν λ. κάρυα.
Greek Monolingual
κάστανος, ἡ (Α)
1. η καστανιά
2. στον πληθ. αἱ κάστανοι
τα κάστανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κάστανον αναλογικά προς άλλα θηλ. ον. δένδρων σε -ος (πρβλ. φηγ-ός)].