ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
ἰσχαδώνης, ὁ (Α)αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -ώνης (< ώνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ-ώνης, οπωρ-ώνης].