κανονιέρης

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

ο
1. πυροβολητής
2. μτφ. α) αυτός που συστηματικά αποφεύγει να εξοφλεί τα χρέη του, χρεωκοπημένος
β) αυτός που απουσιάζει συστηματικά και αδικαιολόγητα από την εργασία του, κυρίως για μαθητές
γ) μαθητής που απέτυχε στα μαθήματα, που απορρίφθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. canonnier < canon (πρβλ. κανόνι [Ι]) + κατάλ. -ier].