καρκινόσαρξ

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek (Liddell-Scott)

καρκινόσαρξ: -ακος, ὁ, ὁ ἔχων σάρκα καρκίνου, Θ. Στουδ. σ. 777, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

καρκινόσαρξ, ὁ (Μ)
αυτός που έχει σάρκα, σώμα καρκίνου, κάβουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -σαρξ < σάρξ (πρβλ. ανά-σαρξ, λιπό-σαρξ)].