κατάνοσος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
κατάνοσος, -ον (Μ)
αυτός που ασθενεί βαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -νοσος (< νόσος, ἡ), πρβλ. επί-νοσος, υπό-νοσος].