κατάνοσος

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek (Liddell-Scott)

κατάνοσος: λίαν ἀσθενής, Βυζ.

Greek Monolingual

κατάνοσος, -ον (Μ)
αυτός που ασθενεί βαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -νοσος (< νόσος, ), πρβλ. επί-νοσος, υπό-νοσος].