Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποποιητικός

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποποιητικός Medium diacritics: καρποποιητικός Low diacritics: καρποποιητικός Capitals: ΚΑΡΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: karpopoiētikós Transliteration B: karpopoiētikos Transliteration C: karpopoiitikos Beta Code: karpopoihtiko/s

English (LSJ)

later for καρποποιός.

Greek Monolingual

καρποποιητικός, -όν (Μ)
καρποποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιητικός (< ποιητής), πρβλ. ενοχο-ποιητικός, πιστο-ποιητικός.