κεδρώνας

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

ο
δάσος από κέδρα, έκταση κατάφυτη με κέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ώνας (< αρχ. κατάλ. -ών), πρβλ. αμπελ-ώνας, ελαι-ώνας].