κεραμίδι
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
Greek Monolingual
το (ΑΜ κεραμίδιον)
πήλινο οικοδομικό υλικό σε σχήμα τμήματος κυλίνδρου, κόλουρου κώνου, κυματοειδές ή επίπεδο με γλυφές ώστε να προσαρμόζεται το ένα με το άλλο για την κάλυψη της στέγης
νεοελλ.
1. πληθ. τα κεραμίδια
η στέγη οικοδομήματος που είναι σκεπασμένη με κεραμίδια
2. παροιμ. «κεραμίδια που δεν στάζουν μην τά σκαλίζεις» — μη δημιουργείς προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν
3. φρ. α) «γιατί, θεέ μου, κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;» — πώς μπορεί να συμβαίνουν και να γίνονται ανεκτά τόσο παράλογα πράγματα; β) «τί κάνει νιάου -νιάου στα κεραμίδια;» — αυτό είναι αυτονόητο ή πασίγνωστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμ-ίς, -ίδ-ος + υποκορ. κατάλ. -ι(ον) (πρβλ. λεπίδ-ι, σανίδ-ι)].