Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοσκοπείον

From LSJ
Revision as of 11:27, 5 March 2021 by Spiros (talk | contribs)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

κεραυνοσκοπεῖον, τὸ (Α)
μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπεῖον (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστεροσκοπείον, μετεωροσκοπείον].