κεφαλόδεσμον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek (Liddell-Scott)
κεφαλόδεσμον: τό, = κεφαλόδεσμος, Ἰω. Χρυσ. Ι. 242Α.
Greek Monolingual
κεφαλόδεσμον, τὸ (Α)
κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -δεσμον (< δεσμόν < δέω (II) «δένω»), πρβλ. ζυγό-δεσμον, σκελό-δεσμον].