κλασαυχενίζομαι
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Greek Monolingual
1. περπατώ καμαρωτά κουνώντας τον αυχένα μου δεξιά κι αριστερά, δηλ. βαδίζω θηλυπρεπώς, ακκίζομαι
2. μτφ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, κορδώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κλασ-αυχενίζομαι < θ. κλασ- του κλῶ (πρβλ. μέλλ. κλάσ-ω, αόρ. ἔ-κλασ-α) + -αυχενίζομαι (< αὐχήν αὐχέν-ος), πρβλ. δı-αυχενίζομαι].