κλασαυχενίζομαι

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

1. περπατώ καμαρωτά κουνώντας τον αυχένα μου δεξιά κι αριστερά, δηλ. βαδίζω θηλυπρεπώς, ακκίζομαι
2. μτφ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, κορδώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κλασ-αυχενίζομαι < θ. κλασ- του κλῶ (πρβλ. μέλλ. κλάσ-ω, αόρ. -κλασ-α) + -αυχενίζομαι (< αὐχήν αὐχέν-ος), πρβλ. δı-αυχενίζομαι].