νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
το
1. λίθος, λιθάρι, πέτρα
2. μεγάλος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροτών-ιον < κροτώ, με αντιμετάθεση φθόγγων (πρβλ. φούχτα: χούφτα)].