πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
η
1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών
2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή του -τ(τ)ι- σε -τσι- (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα].