κρανιοφαρυγγίωμα

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ιατρ. όγκος του εγκεφάλου που αναπτύσσεται επάνω από το τουρκικό εφίππιο σε βάρος του μίσχου της υπόφυσης και του θυλάκου του Ράτκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniopharyngiome < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + pharyngiome (< φάρυγξ + κατάλ. -ome)].