κρανιοφαρυγγίωμα

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

το
ιατρ. όγκος του εγκεφάλου που αναπτύσσεται επάνω από το τουρκικό εφίππιο σε βάρος του μίσχου της υπόφυσης και του θυλάκου του Ράτκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniopharyngiome < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + pharyngiome (< φάρυγξ + κατάλ. -ome)].