κουριώ

From LSJ
Revision as of 15:16, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν[[" to "οῦν [[")

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

κουριῶ, -άω (Α)
1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῦν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν.
β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)
2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ιάω / -ιῶ που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ιλιγγ-ιώ, λεπρ-ιώ)].