κρεοποιός
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Full diacritics: κρεοποιός | Medium diacritics: κρεοποιός | Low diacritics: κρεοποιός | Capitals: ΚΡΕΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: kreopoiós | Transliteration B: kreopoios | Transliteration C: kreopoios | Beta Code: kreopoio/s |
ὁ, A butcher, ib.
κρεοποιός, ὁ (Α)
κρεοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ηθο-ποιός, φαρμακο-ποιός.