Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιοπλαστική

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

και κρανιοπλαστία, η
ιατρ. μεταμόσχευση οστεοπεριοστικού κρημνού σε έλλειμμα της κρανιακής κάψας για διευκόλυνση του σχηματισμού οστίτη ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioplastie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -plastie (< πλαστία < -πλαστος < πλάσσω)].