Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιοπλαστική

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

και κρανιοπλαστία, η
ιατρ. μεταμόσχευση οστεοπεριοστικού κρημνού σε έλλειμμα της κρανιακής κάψας για διευκόλυνση του σχηματισμού οστίτη ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioplastie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -plastie (< πλαστία < -πλαστος < πλάσσω)].