μεταμόσχευση
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
Greek Monolingual
η (Α μεταμόσχευσις) μεταμοσχεύω
(για φυτό) είδος εμβολιασμού κατά τον οποίο προσκολλάται οφθαλμοφόρος βλαστός ενός φυτού σε άλλο συγγενές ή εμφυτεύεται ο βλαστός αυτός με σκοπό τη δημιουργία νέου φυτού
νεοελλ.
ιατρ.
1. η μεταφορά με εγχείρηση ενός ιστού από ένα σημείο του σώματος σε άλλο ή από ένα άτομο σε άλλο του ίδιου ή άλλου είδους («μεταμόσχευση νεφρού»)
2. (ιατρ.-ζωοτ.) μέθοδος τεχνητής αναπαραγωγής κατά την οποία λαμβάνεται, μετά τη γονιμοποίηση, έμβρυο από το γεννητικό σύστημα γυναίκας ή θηλυκού ζώου και εμφυτεύεται στο γεννητικό σύστημα άλλης, όπου και αναπτύσσεται μέχρι τη γέννησή του.