Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ηη μυρωδιά του κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. -ίλα (πρβλ. καπν-ίλα, ψαρ-ίλα)].