κυανοπώγων

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που έχει μαύρη γενειάδα
2. προσωνυμία του Λανδρύ, του Γάλλου δολοφόνου, ο οποίος παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. τραγο-πώγων). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. barbe-bleu
μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].