ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
και κυμόθριξ, -άτριχος, ο
1. αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια
2. ο πληθ. ως ουσ. οι κυματότριχες
μια από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με βάση τον σχηματισμό τών μαλλιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -θριξ (< θρίξ), πρβλ. ουλό-θριξ, φυκό-θριξ].