κυμοτόκος

From LSJ
Revision as of 13:16, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμοτόκος Medium diacritics: κυμοτόκος Low diacritics: κυμοτόκος Capitals: ΚΥΜΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: kymotókos Transliteration B: kymotokos Transliteration C: kymotokos Beta Code: kumoto/kos

English (LSJ)

ον, A of child-birth, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις IG9(2).638 (Larissa).

Greek (Liddell-Scott)

κῡμοτόκος: -ον, ἐπὶ τοκετοῦ, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις Ἐπιτύμβ. Βοιωτ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 505.

Greek Monolingual

κυμοτόκος και κυοτόκος -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στον τοκετό («ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ονειρο-τόκος, υγρο-τόκος.