κυλινδρισμός

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
(αυτοκ.)
1. ο όγκος που διαγράφεται κατά τη διαδρομή του εμβόλου μιας μηχανής εσωτερικής καύσης μέσα στον κύλινδρο, σε κυβικά εκατοστόμετρα
2. το άθροισμα τών κυλινδρισμών όλων τών κυλίνδρων ενός κινητήρα, αλλ., εσφ., κυβισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cylindree < γαλλ. cylindre < λατ. cylindrus < κύλινδρος.