λεονταρόπουλον
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
Greek Monolingual
λεονταρόπουλον, τὸ (Μ)
μικρό λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάρι(ν) + υποκορ. κατάλ. -πουλον (πρβλ. λεκανό-πουλον, λεονταρό-πουλον)].