λεονταρόπουλον

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

λεονταρόπουλον, τὸ (Μ)
μικρό λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάρι(ν) + υποκορ. κατάλ. -πουλον (πρβλ. λεκανό-πουλον, λεονταρό-πουλον)].