Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
λιβυστιάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος βοτάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβυστίς + κατάλ. -άς, που απαντά σε λ. σχετικές με τη γεωργία και την καλλιέργεια (πρβλ. μυρτ-άς, φυλλ-άς)].