λιθοκαλλής

From LSJ
Revision as of 13:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκαλλής Medium diacritics: λιθοκαλλής Low diacritics: λιθοκαλλής Capitals: ΛΙΘΟΚΑΛΛΗΣ
Transliteration A: lithokallḗs Transliteration B: lithokallēs Transliteration C: lithokallis Beta Code: liqokallh/s

English (LSJ)

ές, A of beautiful stone, μορφή App.Anth.2.534 (Halic.).

Greek Monolingual

λιθοκαλλής, -ές (Α)
αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -καλλής (< κάλλος) πρβλ. α-καλλής, περι-καλλής].