καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
ο
ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας hydrobiidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lithoglyphus < νεολατ. lithoglyphus < litho- (< λιθο-) + glyphus (< -γλυφος < γλύφω)].
λῐθόγλῠφος: ὁ резчик по камню, ваятель Luc.