λούμεν

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

το
μετρολ. μονάδα φωτεινής ροής στο διεθνές σύστημα μονάδων SI, η οποία χρησιμοποιείται σε υπολογισμούς τεχνητού φωτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lumen (< λατ. lumen «φως»)].